- μωσαϊκό
- I
Βλ. λ. ψηφιδωτό.II
Ο ιός του μωσαϊκού του καπνού, φωτογραφημένος με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.
(Βοτ.). Μια πάθηση των φυτών που προκαλείται από διάφορους ιούς. Συνήθως εκδηλώνεται με κατά ζώνες κιτρίνισμα των φύλλων εξαιτίας αλλοιωμένου σχηματισμού των χλωροπλαστών, με στιγματώσεις, κυματώσεις και ενίοτε νεκρώσεις των ιστών· οι χαρακτηριστικές κίτρινες κηλίδες, με τις οποίες εκδηλώνεται η ασθένεια, είναι συχνά πολυγωνικές και διατεταγμένες σαν μωσαϊκό. Προσβάλλει κυρίως τα σολανώδη και ιδιαίτερα τον καπνό (μ. του καπνού), στον οποίο μεταδίδεται με τις αφίδες (μελίγκρες) ή διά του εδάφους ή ακόμα δι’ επαφής. Άλλα φυτά που προσβάλλονται από αυτή την ασθένεια είναι το αγγούρι, το τεύτλο, το φασόλι, η πιπεριά, το μπιζέλι, η μηδική, η πατάτα.* * *το1. ψηφιδωτό δάπεδο ή ψηφιδωτή τοιχογραφία, ψηφιδωτό («τα μωσαϊκά τής μονής τού Δαφνίου»).2. (κατ' επέκτ. και μτφ.) σύνθεση από πολλά μικρά και ανομοιογενή στοιχεία, συνονθύλευμα, συμπίλημα, σύμφυρμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mōsaico < μσν. λατ. mōsaicum < αρχ. μωσίον (μσν. μουσίον) «μωσαϊκό έργο» < μοῦσα (για τη σημ. τής λέξης βλ. λ. μουσείο). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.